- ανεκφώνητος
- -η, -ο (AM ἀνεκφώνητος, -ον)αυτός που δεν προφέρεται, «γράμματα ανεκφώνητα» —όπως το υπογεγραμμένο (-ι-)νεοελλ.1. αυτός που δεν έχει εκφωνηθεί, δεν έχει απαγγελθεί2. (Νομ.) υπόθεση που δεν έφθασε στο στάδιο εκδίκασης ενώπιον του δικαστηρίου με εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκωναρχ.-μσν.εκείνος που δεν πρέπει να εκφωνείται, που απαγορεύεται να πούμε τ’ όνομά τουαρχ.ο ανέκφραστος (για τη θεία φύση).
Dictionary of Greek. 2013.