ανεκφώνητος

ανεκφώνητος
-η, -ο (AM ἀνεκφώνητος, -ον)
αυτός που δεν προφέρεται, «γράμματα ανεκφώνητα» —όπως το υπογεγραμμένο (-ι-)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει εκφωνηθεί, δεν έχει απαγγελθεί
2. (Νομ.) υπόθεση που δεν έφθασε στο στάδιο εκδίκασης ενώπιον του δικαστηρίου με εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων
αρχ.-μσν.
εκείνος που δεν πρέπει να εκφωνείται, που απαγορεύεται να πούμε τ’ όνομά του
αρχ.
ο ανέκφραστος (για τη θεία φύση).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνεκφώνητος — unpronounced letters masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεκφώνητος — η, ο αυτός που δεν εκφωνήθηκε: Το όνομά σου στη δίκη έμεινε ανεκφώνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεκφωνήτως — ἀνεκφώνητος unpronounced letters adverbial ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφώνητον — ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem acc sg ἀνεκφώνητος unpronounced letters neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφωνήτου — ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφωνήτων — ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφωνήτῳ — ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφώνητα — ἀνεκφώνητος unpronounced letters neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”